- παρόντι
- πάρειμι 1sumpres part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παροντί, Δομίνικος — (Parodi, 1842 – 1901). Γάλλος συγγραφέας ιταλικής καταγωγής. Το 1881 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα και έγινε γνωστός κυρίως με τα βιβλία του Η ηττημένη Ρώμη (1876) και Η βασίλισσα Ζουάνα (1893) … Dictionary of Greek
Παροντί, Ιάκωβος Φίλιππος — (Parodi, 1630 – 1702). Ιταλός γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρυθμού μπαρόκ στη Γένοβα. Αξιόλογο γλυπτό του εικονίζει τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Ο γιος του Δομένικος (1668 – 1740), που ήταν ζωγράφος, είναι γνωστός για το … Dictionary of Greek
Византиос, Христос — Христос Византиос Христос Византиос (греч … Википедия
Леотсакос, Николаос — Герои Китноса: Скарвелис, Леотсакос, Морайтинис Николаос Леотсакос (греч … Википедия
Праидис, Александрос — Александрос Праидис Александрос Праидис (греч … Википедия
δικαστήρι — το (AM δικαστήριον) [δικαστήρ] 1. τόπος όπου γίνονται οι δίκες, το οίκημα όπου εδρεύουν οι δικαστικές αρχές 2. το σύνολο τών δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση («το δικαστήριο αποφάσισε», «ἀνέστη τὸ δικαστήριον» σηκώθηκαν οι δικαστές) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek